- χασομεράω
- χασομεράω (σπάν. χασομερώ), χασομέρησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χασομερώ — και χασομεράω και χασομερνώ Ν [χασομέρης] 1. (αμτβ.) α) είμαι αργόσχολος β) χρονοτριβώ, καθυστερώ χωρίς λόγο γ) χάνω εργάσιμο χρόνο 2. (μτβ.) απασχολώ κάποιον από τη δουλειά του, τόν κάνω να καθυστερεί … Dictionary of Greek
αργώ — ησα 1. δεν εργάζομαι, έχω αργία: Το κατάστημα εκείνη την ημέρα αργούσε. 2. αργοπορώ, χασομεράω: Αργείς πολύ να ετοιμαστείς και δε θα προλάβουμε. 3. καθυστερώ στην εκτέλεση κάποιου έργου: Ο Θεός αργεί, αλλά δε λησμονεί. 4. απέχω χρονικά: Αργούν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χασομερώ — και χασομεράω χασομέρησα 1. χάνω την ημέρα μου χωρίς να εργάζομαι. 2. χρονοτριβώ, χάνω άδικα τον καιρό μου. 3. κάνω κάποιον να χασομερήσει, τον κάνω να αργήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονοτριβώ — καθυστερώ, αργοπορώ, χασομεράω, δαπανώ μάταια το χρόνο μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)